Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προφυλάγω

  • 1 сберечь

    -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. сберг, -регла, -регло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбережённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. φυλάγω, διαφυλάγω• διατηρώ•

    сберечь документы φυλάγω τα έγγραφα•

    сберечь здоровье φυλάγω την υγεία•

    сберечь в памяти διατηρώ στη μνήμη.

    || προφυλάγω•

    сберечь шубу от моли προφυλάγω τη γούνα από το σκώρο•

    сберечь цитрусовые от мороза προφυλάγω τα εσπεριδοειδή από τον παγετό.

    2. αποταμιεύω, οικονομώ, κάνω οικονομίες.
    (δια) φυλάγομαι, • διατηρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сберечь

  • 2 предостерегать

    предостерегать, предостеречь προφυλάγω, προειδοποιώ
    * * *
    = предостеречь
    προφυλάγω, προειδοποιώ

    Русско-греческий словарь > предостерегать

  • 3 предохранить

    предохранить, предохранять προφυλάγω, προστατεύω
    * * *
    = предохранять
    προφυλάγω, προστατεύω

    Русско-греческий словарь > предохранить

  • 4 оградить

    оградить
    сов, ограждать несов (от чего-л.) προστατεύω, προφυλάγω:
    \оградить свой права προστατεύω τά δικαιώματα μου· \оградить кого-л. от волнений προφυλάγω κάποιον ἀπό τίς συγκινήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > оградить

  • 5 заслонять

    заслонять
    несов
    1. (закрывать) καλύπτω, σκεπάζω / προφυλάσσω, προφυλάτ-τω (защищать):
    \заслонять свет кому-л. σκεπάζω (или κρύβω) τό φῶς· \заслонять лицо от удара προφυλάγω τό πρόσωπο· μου ἀπό τό κτύπημα·
    2. перен ἐπισκιάζω, ἐπισκοτίζω.

    Русско-новогреческий словарь > заслонять

  • 6 обезопасить

    обезопасить
    сов προφυλάγω, προστατεύω, ἀσφαλίζω, ἐξασφαλίζω.

    Русско-новогреческий словарь > обезопасить

  • 7 оберегать

    оберегать
    несов, оберечь сов φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > оберегать

  • 8 предостерегать

    предостер||ега́ть
    несов προειδοποιώ, προφυλάγω.

    Русско-новогреческий словарь > предостерегать

  • 9 предохранить

    предохранить
    сов, предохранять несов προφυλάγω, διαφυλάσσω, προστατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > предохранить

  • 10 обезопасить

    [αμπιζαπάσιτ*] ρ. προφυλάγω, ασφαλίζωabобезоруживать [αμπιζαρούζυβατ'] ρ. αφοπλίζω

    Русско-греческий новый словарь > обезопасить

  • 11 обезопасить

    [αμπιζαπάσιτ'] ρ προφυλάγω, ασφαλίζωabобезоруживать
    [αμπιζαρούζυβατ'] ρ αφοπλίζω

    Русско-эллинский словарь > обезопасить

  • 12 дрожать

    -жу, -жишь, ρ.δ.
    1. τρέμω, ριγώ•

    -всем телом τρέμω σύγκορμος•

    дрожать от холода τρέμω από το κρύο.

    || τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•

    звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.

    || (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.
    2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•

    мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•

    он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).

    || προφυλάγω πολύ•

    дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.

    || τσιγγουνεύομαι πολύ•

    дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.

    Большой русско-греческий словарь > дрожать

  • 13 оберегать

    ρ.δ.μ. φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω.
    φυλάγομαι, προφυλάγομαι, προστατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > оберегать

  • 14 предостеречь

    -регу, -режешь, -регут παρλθ. χρ. предостерг
    -гла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. предостргший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предо-стереженный, βρ: -жн -жена -жено
    ρ.σ.μ.
    προφυλάγω προειδοποιώ.

    Большой русско-греческий словарь > предостеречь

  • 15 уберечь

    -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. уберг
    -регла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убереженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    φυλάγω, προφυλάγω, προστατεύω•

    уберечь ребнка от простуда φυλάγω το παιδάκι από κρυολόγημα•

    уберечь вещи от воров φυλάγω τα πράγματα από τους κλέφτες.

    φυλάγομαι, προφυλάγομαι•

    уберечь от простуды προφυλάγομαι από κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > уберечь

  • 16 укрыть

    укрою, укроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрытый, βρ: укрыт
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω καλά•

    укрыть одеялом σκεπάζω καλά με το πάπλωμα.

    2. προστατεύω, προφυλάγω•

    от дождя προστατεύω από τη βροχή.

    3. αποκρύπτω (καταζητούμενο, καταδιωκόμενο) • συγκαλύπτω.
    1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι καλά.
    2. προστατεύομαι, προφυλάγομαι.
    3. κρύβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > укрыть

См. также в других словарях:

  • προφυλάγω — και προφυλάω προφύλαξα, προφυλάχτηκα, προφυλαγμένος 1. φυλάγω, προστατεύω, αποτρέπω κακό. 2. το μέσ., προφυλάγομαι φροντίζω για τον εαυτό μου, προασπίζω τον εαυτό μου: Να προφυλάγεσαι στο ταξίδι να μην κρυολογήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραφυλά(γ)ω — παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ νεοελλ. ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι νεοελλ. μσν. προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ.… …   Dictionary of Greek

  • προκαλύπτω — ΝΑ [καλύπτω] κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα νεοελλ. 1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το 2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη αρχ. 1. μέσ. προκαλύπτομαι α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ εὐπήνους… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάω — προφυλάω, προφύλαξα βλ. πίν. 231 Σημειώσεις: προφυλάω : ορισμένες φορές απαντάται και ο τύπος προφυλάγω (με κλίση κατά το τυλίγω, βλ. πίν. 21 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απαγκιάζω — άγκιασα 1. μτβ., προφυλάγω κάτι από τον αέρα: Το διπλανό σπίτι είναι ψηλότερο κι απαγκιάζει το δικό μας. 2. αμτβ., είμαι προφυλαγμένος από τον αέρα: Ας κάτσουμε εδώ που απαγκιάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφαλίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάτι ασφαλές, προφυλάγω από ενδεχόμενο κίνδυνο, εξασφαλίζω: Είχε ξεχάσει να ασφαλίσει το όπλο του. – Πρέπει να ασφαλίσω το σπίτι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισκιώνω — ιωσα, ιώθηκα, ισκιωμένος, η, ο 1. σκιάζω, σκεπάζω με σκιά. 2. μτφ., προστατεύω, προφυλάγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφρουρώ — περιφρούρησα, περιφρουρήθηκα, περιφρουρημένος, προφυλάγω, προστατεύω: Περιφρουρώ τα συμφέροντα του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προασπίζω — προάσπισα, προασπίστηκα, προστατεύω, προφυλάγω, υπερασπίζω: Προασπίζω τα συμφέροντά μου. – Προασπίζω την υπόληψή μου κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστατεύω — προστάτεψα, προστατεύτηκα 1. υπερασπίζω, προφυλάγω, φροντίζω μην πάθει κακό κάποιος, ενδιαφέρομαι, συντηρώ: Προστατεύει και τα παιδιά της χήρας αδελφής του. 2. ενισχύω ηθικά και υλικά: Προστατεύει τα γράμματα και τις επιστήμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»