-
1 προ-φητάζω
προ-φητάζω, = προφητεύω, νοῦν ϑνητοῖς, Maneth. 4, 217, vielleicht προφητίζω zu schreiben.
См. также в других словарях:
προφητίζω — Α [προφήτης] προφητεύω … Dictionary of Greek
προφητίζειν — προφητίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)