Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προφανής

См. также в других словарях:

  • προφανής — foreseen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφανῆς — προφαίνω bring to light fut ind act 2nd sg (doric) προφανής foreseen masc/fem acc pl (attic epic doric) προφανής foreseen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφανής — ές, ΝΜΑ [προφαίνω] καταφανής, ολοφάνερος (α. «οι κίνδυνοι που προέρχονται από την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής είναι προφανείς» β. «ήμῑν προφανή», Πλάτ. γ. «ἐκ τοῡ προφανέστατου», πάπ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φανεί τί είναι εκ τών προτέρων,… …   Dictionary of Greek

  • προφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ολοφάνερος, πασιφανής, καταφανής, τελείως φανερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφανῆ — προφανής foreseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προφανής foreseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προφανής foreseen masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφανέστερον — προφανής foreseen adverbial comp προφανής foreseen masc acc comp sg προφανής foreseen neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφανεστάτων — προφανής foreseen fem gen superl pl προφανής foreseen masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφανεστέρων — προφανής foreseen fem gen comp pl προφανής foreseen masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφανέα — προφανής foreseen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) προφανής foreseen masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφανές — προφανής foreseen masc/fem voc sg προφανής foreseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφανέστατα — προφανής foreseen adverbial superl προφανής foreseen neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»