Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προτιμῶνται

  • 1 προτιμώνται

    προτιμάω
    honour: pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
    προτιμάω
    honour: pres ind mp 3rd pl
    προτιμάω
    honour: pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)
    προτῑμῶνται, προτιμάω
    honour: pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
    προτῑμῶνται, προτιμάω
    honour: pres ind mp 3rd pl
    προτῑμῶνται, προτιμάω
    honour: pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > προτιμώνται

  • 2 προτιμῶνται

    προτιμάω
    honour: pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
    προτιμάω
    honour: pres ind mp 3rd pl
    προτιμάω
    honour: pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)
    προτῑμῶνται, προτιμάω
    honour: pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
    προτῑμῶνται, προτιμάω
    honour: pres ind mp 3rd pl
    προτῑμῶνται, προτιμάω
    honour: pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > προτιμῶνται

См. также в других словарях:

  • προτιμῶνται — προτιμάω honour pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) προτιμάω honour pres ind mp 3rd pl προτιμάω honour pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) προτῑμῶνται , προτιμάω honour pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) προτῑμῶνται , προτιμάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …   Dictionary of Greek

  • προτίμηση — η / προτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ, δωρ. τ. προτίμασις Α [προτιμῶ] 1. το να τιμά ή να εκτιμά κανείς κάποιον («πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει», Θουκ.) 2. η απόδοση μεγαλύτερης σημασίας ή αξίας σε κάποιον ή σε κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • λειαντικά — Φυσικές ή τεχνητές κρυσταλλικές ουσίες ποικίλης σκληρότητας, με τις οποίες αφαιρούνται επιφανειακά στρώματα, μικρού ή μεγάλου βάθους, από τεμάχια που υφίστανται κατεργασία. Τα λ. χρησιμοποιούνται με τη μορφή κόκκων διαφόρων μεγεθών, αλλά με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»