-
1 προτιειλείν
-
2 προτιειλεῖν
-
3 προτιειλεῖν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προτιειλεῖν
-
4 προσειλέω
A press or force towards,αἰεί μιν ἐπὶ νῆας.. προτιειλεῖν Il.10.347
;ἆ· μὴ προσείλει χεῖρα E.Hel. 445
:—[voice] Pass., to be confined, cooped up,τοῖς κατὰ μέρος S.E.M.9.3
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσειλέω
-
5 προτιάπτω
A v. προς-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτιάπτω
-
6 προςειλέω
προς - ειλέω, προτιειλέω ( ϝειλέω), inf. προτιειλεῖν: press forward, Il. 10.347†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προςειλέω
-
7 προτιειλέω
προς - ειλέω, προτιειλέω ( ϝειλέω), inf. προτιειλεῖν: press forward, Il. 10.347†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προτιειλέω
-
8 προτιβάλλεαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προτιβάλλεαι
См. также в других словарях:
προτιειλεῖν — προσειλέω press pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσειλώ — έω, και επικ. τ. προτιειλέω, Α 1. καταδιώκω, αναγκάζω κάποιον να τραπεί προς μια κατεύθυνση («αἰεὶ μὲν ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι προτιειλεῑν» να τόν στρέψουμε από τον στρατό προς τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. προσειλοῡμαι, έομαι περικλείομαι,… … Dictionary of Greek