Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προσ-

  • 41 допустить

    -пущу, -пустишь, παθ., μτχ. πάρλθ. χρ. допущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.
    1. βλ. допускать.
    2. πλθ. 1ο πρόσ.• -пустим ας παραδεχτούμε, ας πούμε•

    допустить что ας παραδεχτούμε ότι•

    допустить так ας πούμε πως είναι έτσι.

    Большой русско-греческий словарь > допустить

  • 42 едим

    1ο πλθ. πρόσ. του ρ. есть 1.

    Большой русско-греческий словарь > едим

  • 43 её

    1. προσωπική αντων. 3ου προσ. θ., γεν. κ. αιτ, ονομ. она; αυτής (της), αυτήν (την)•

    вчера я её встретил εγώ τη συνάντησα χτες.

    2. κτητ. αντων. её мать η μητέρα της•

    её отец ο πατέρας της•

    её платье το φόοεμά της•

    её вещи τα πράγματα της.

    Большой русско-греческий словарь > её

  • 44 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 45 званный

    επ.
    1. (προσ)καλεσμένος, προσκεκλημένος.
    2. επίσημος (για γεύμα, εσπερίδα κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > званный

  • 46 зевать

    ρ.δ.
    1. χασμουριέμαι, χασμώμαι.
    2. χαζεύω, χάσκω•

    зевать по сторонам χαζεύω εδώ και κεί.

    3. (διαλκ.) φωνάζω, κραυγάζω.
    α-πρόσ.
    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > зевать

  • 47 имут

    3ο πρόσ. πλθ. του παλ. ρ. яти παίρνω• στην εκφρ. мёртвые сраму не - μη θίγεις τους νεκρούς, να σέβεσαι τους νεκρούς.

    Большой русско-греческий словарь > имут

  • 48 кричать

    -чу, -чишь, μτχ. ενστ. кричащий
    ρ.δ.
    1. κραυγάζω, κράζω, φωνάζω, ξεφωνίζω• βοώ.
    2. μτφ. επιπλήττω μεγαλόφωνα, μαλώνω.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μιλώ δυνατά• γράφω•

    газеты -ли о войне οι εφημερίδες κραύγαζαν για τον πόλεμο•

    все -ат о её красоте όλοι μιλούν για την ομορφιά της.

    εκφρ.
    криком -; на крик кричать – ανακραυγάζω συνεχώς.

    Большой русско-греческий словарь > кричать

  • 49 набавка

    θ.
    (προσ)αύξηση ανέβασμα, ύψωση• υπερτίμηση•

    набавка к зарплате προσαύξηση μισθού.

    Большой русско-греческий словарь > набавка

  • 50 навязка

    θ.
    (πρόσ)δεση, δέσιμο.

    Большой русско-греческий словарь > навязка

  • 51 навязнуть

    -нет, παρλθ. χρ. навяз,1 -ла, -ло
    ρ.σ.
    (προσ)κολλώ•

    в сетях -ло много тины στα δίχτια κόλλησε πολύς βόρβορος.

    Большой русско-греческий словарь > навязнуть

  • 52 неймёт

    (μόνο 3 πρόσ. ενκ. ενστ.) ρ.δ. παλ.
    δεν παίρνει, δε φτάνει•

    видит око, да зуб неймёт παρμ. φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο ή δεν είναι για τα δόντια σου (για κάτι που είναι προνόμιο άλλων).

    Большой русско-греческий словарь > неймёт

  • 53 неймётся

    (μόνο 3 πρόσ. ενκ. ενστ.)
    ρ.δ. απρόσ. (απλ.) δεν ησυχάζω δε σταματώ•

    всё неймётся δε σταματά καθόλου•

    ребёнку неймётся – всё бегает το παιδάκι δεν ησυχάζει, όλο τρέχει.

    Большой русско-греческий словарь > неймётся

  • 54 ныть

    ною, ноешь, μτχ. ενστ. ноющий
    ρ.δ.
    1. (κ. 2ο πρόσ. δεν έχει) πονώ ελαφρά και συνεχώς•

    зубы ноют τα δόντια μου πονάν λίγο-λίγο.

    || απρόσ. πονώ αλγώ•

    ноет в костях έχω πόνο στα κόκκαλα, πονάν τα κόκκαλα.

    2. μεμψιμοιρώ, κλαίω τη μοίρα μου, μουρμουρίζω.
    3. γογγύζω.
    εκφρ.
    душа ή сердце ноет – πονά (θλίβεται) η ψυχή, η καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > ныть

  • 55 он

    он 1
    его, ему, его, им, о нём (στις πλάγιες πτώσεις παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: от него, к нему, на него, с ним, о нём), προσ. αντων. 3ου προσώπου καθώς και κτητ. αντωνυμία αυτός•

    он читает αυτός διαβάζει•

    его дом το σπίτι του•

    за ним μετά (πίσω) απ αυτόν•

    он сам αυτός ο ίδιος.

    || (σε συνδυασμό με το μόριο вот αποκτά σημ. δεικτικής αντωνυμίας)• αυτός•

    вот он να αυτός, νάτος•

    вот он я εγώ είμαι αυτός, νά με.

    || ως ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος ο ήρωας μυθιστορήματος•

    я ей не он εγώ δεν είμαι ο αυτός της.

    εκφρ.
    пусть (пускай) его – (για αδιαφορία) άφησε τον, άς τον(ε)..
    он 2
    άκλ. ουδ. παλ. ονομασία του γράμματος «О»
    .

    Большой русско-греческий словарь > он

  • 56 она

    её, ей, её, ею κ. ей (στις πλάγιες πτ. παίρνει στην αρχή το γράμμα «Н», αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: «от неё», «к ней», «на неё», «с ней», «о ней») θ.
    της προσ. αντων. 3ου προσώπου• αυτή (βλ. σημ. он 1).

    Большой русско-греческий словарь > она

  • 57 оно

    его, ему, его, им, о нём
    (στις πλάγιες πτ. παίρνει στην αρχή το γράμμα «Н», αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: от него, к нему, на него, с ним, о нём), ουδ. της προσ. αντων. 3ού προσώπου αυτό (βλ. σημ. он1).

    Большой русско-греческий словарь > оно

  • 58 оный

    αντων. δεικτ. αυτός, εκείνος ακριβώς•

    оный день αυτήν ακριβώς τη μέρα.

    || ο ανωτέρω αναφερόμενος. || (αντων. προσωπική του 3 προσ. και μόνο στις πλάγιες πτ.)• так до отъезда в Москву, так и по возвращении из оной проживал в доме родителей τόσο πριν την αναχώρηση για τη Μόσχα, όσο και μετάτην επιστροφή απ αυτή ζούσε στο σπίτι των γονέων.
    εκφρ.
    во время оно; во времена они; в оны дни; в оны годы – εκείνο (αυτόν) τον καιρό εκείνους (αυτούς) τους καιρούς εκείνες (αυτές) τις μέρες εκείνα (αυτά) τα χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > оный

  • 59 отвязать

    -яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αποσυνδέω, ξεδένω, λύνω•

    отвязать вервку λύνω την τριχιά•

    отвязать узел λύνω τον κόμπο.

    || αποδε-δεσμεύω, απολύω•

    отвязать собаку λύνω το σκυλί.

    (1ο κ. 2ο πρόσ. δεν έχει)
    αποσυνδέομαι, λύνομαι. || απαλλάσσομαι• γλυτώνω•

    насилу -лся от него τρόμαξα ν' απαλλαγώ απ αυτόν•

    да отвяжитесь от меня μη μου γίνεστε φόρτωμα, ξεφοτωθήτε από μένα.

    Большой русско-греческий словарь > отвязать

  • 60 переработать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω μετατρέπω, μεταβάλλω•

    переработать лн επεξεργάζομαι το λινάρι.

    || χωνεύω, αφομοιώνω•

    желудок быстро -ал пищу το στομάχι γρήγορα χώνεψε την τροφή.

    2. ξαναδουλεύω, ξαναεπεξεργάζομαι• διορθώνω•

    журналист -ал статью ο δημοσιογράφος ξαναδούλεψε το άρθρο.

    || μτφ. αλλάζω, διαφοροποιώ.
    3. εργάζομαι παραπάνω ή υπερωρίες
    4. παραδουλεύω, καταπονούμαι, υπερκοπιάζω.
    (1, 2 πρόσ. δεν έχει) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι. || χωνεύω, αφομοιώνομαι, παρακουράζομαι, υπερκοπιάζω, καταπονούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > переработать

См. также в других словарях:

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • πρόσ' — πρόσαι , προσάμβ going up fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχῇ — πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj mp 2nd sg (doric) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres ind mp 2nd sg (doric) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd sg (doric) πρόσ σχάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκρεμῶσι — πρόσ κρεμάννυμι hramjan fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ κρεμάννυμι hramjan fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πρόσ κρεμάω hramjan pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ κρεμάω hramjan… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχῶ — πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαθιστᾶν — πρόσ καθιστάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) πρόσ καθιστάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πρόσ καθιστάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) προσκαθιστᾶ̱ν , πρόσ καθιστάω pres inf act (epic doric) πρόσ καθιστάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσταλῇ — πρόσ σταλάω let drop pres subj mp 2nd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres ind mp 2nd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres subj act 3rd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres ind act 3rd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπικλᾶτε — πρόσ ἐπικλάω bend pres imperat act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres subj act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres ind act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres imperat act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres subj act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres ind act 2nd pl πρόσ… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιῶνται — πρόσ ἱέω Ja c io pres subj mp 3rd pl (attic epic doric) πρόσ ἰάομαι j pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) πρόσ ἰάομαι j pres ind mp 3rd pl πρόσ ἰάομαι j pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) πρόσ ἰάζω fut ind mid 3rd pl πρόσ ἰόομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχῶσι — πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχῶσιν — πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»