-
1 προσαριθμεω
См. также в других словарях:
προσηρίθμησαν — πρόσ ἀριθμέω number aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προσαριθμεω
προσηρίθμησαν — πρόσ ἀριθμέω number aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)