Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσ-ᾰμέλγω

См. также в других словарях:

  • προσαμέλγομαι — Α (για κατοικίδιο ζώο) αποδίδω επί πλέον γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμέλγω / ομαι «αρμέγω, απομυζώ»] …   Dictionary of Greek

  • μούργος — ο (Μ μοῡργος) νεοελλ. 1. μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος, ιδίως με σκούρο χρώμα 2. ως επίθ. (για πρόσ.) αγριάνθρωπος, αγροίκος μσν. ως επίθ. (για ίππο ή ημίονο) σκούρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουργός (πρβλ. μούργα < αρχ. ἀμόργη). Κατ άλλους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»