-
1 προσαμελγω
См. также в других словарях:
προσαμέλγομαι — Α (για κατοικίδιο ζώο) αποδίδω επί πλέον γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμέλγω / ομαι «αρμέγω, απομυζώ»] … Dictionary of Greek
μούργος — ο (Μ μοῡργος) νεοελλ. 1. μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος, ιδίως με σκούρο χρώμα 2. ως επίθ. (για πρόσ.) αγριάνθρωπος, αγροίκος μσν. ως επίθ. (για ίππο ή ημίονο) σκούρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουργός (πρβλ. μούργα < αρχ. ἀμόργη). Κατ άλλους… … Dictionary of Greek