-
1 προσαλισκόμεθα
προσᾱλισκόμεθα, πρόσ-ἁλίσκομαιto be taken: imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)πρόσ-ἁλίσκομαιto be taken: pres ind mp 1st plπρόσ-ἁλίσκομαιto be taken: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
2 προσαλισκομαι
v. l. πρὸς ἁλίσκομαι быть (при этом) пойманным, схваченным Arph., Plut. -
3 προσαλώναι
-
4 προσαλῶναι
-
5 προσκαθήλωσαν
πρός, κατά-ἁλίσκομαιto be taken: aor ind act 3rd pl (attic epic ionic)πρόσ-καθηλόωnail on: aor ind act 3rd plπρόσ-καθηλόωnail on: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)πρόσ-καθηλόωnail on: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
См. также в других словарях:
προσαλῶναι — πρόσ ἁλίσκομαι to be taken aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαλισκόμεθα — προσᾱλισκόμεθα , πρόσ ἁλίσκομαι to be taken imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) πρόσ ἁλίσκομαι to be taken pres ind mp 1st pl πρόσ ἁλίσκομαι to be taken imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαλίσκομαι — Α καταδικάζομαι επί πλέον σε δίκη («νῡν δ ὑπ ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἁλίσκομαι (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι»] … Dictionary of Greek
προσκαθήλωσαν — πρός , κατά ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) πρόσ καθηλόω nail on aor ind act 3rd pl πρόσ καθηλόω nail on aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πρόσ καθηλόω nail on aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεαλής — νεαλής, ές (Α) 1. αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα 2. (για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει νεανική δύναμη, ακμαίος, σφριγηλός 3. αυτός που είναι νεαρός στην ηλικία 4. αυτός που είναι άπειρος σε κάτι, αρχάριος 5. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος 6. αυτός … Dictionary of Greek