-
1 προσακοντιζω
См. также в других словарях:
προσακοντίζω — Α ρίχνω κάτι σαν ακόντιο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀκοντίζω «ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω»] … Dictionary of Greek
1 προσακοντιζω
προσακοντίζω — Α ρίχνω κάτι σαν ακόντιο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀκοντίζω «ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω»] … Dictionary of Greek