Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προσ-όζω

См. также в других словарях:

  • προσόζω — Α 1. αναδίδω οσμή 2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ) 3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὄζω «βρομάω»] …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»