-
1 προσετι
часто πρὸς δ΄ ἔτι (тж. π. δὲ καὴ Arst.) adv. сверх того, кроме того, еще, а такжеπ. θαλάσσης ἐμπειρότατοι Thuc. — к тому же весьма опытные в мореходстве;
πρὸς δ΄ ἔτι κάμηλοι εἰσὴν αὐτοῖς Xen. — имеются у них и верблюды -
2 προσανειμι
[εἶμι] восходить, подниматьсяτὸ μὲν ἄρτι ἀναβεβήχει, τὸ δ΄ ἔτι προσανῄει Thuc. — часть (афинских войск) уже поднялась, другая только еще поднималась
-
3 προσαπορεω
представлять новую трудность, являться особым вопросом -
4 προσγιγνομαι
ион. προσγίνομαι (γῑ) присоединяться(τινι Her.; οἱ προσγεγενημένοι ξύμμαχοι Thuc.)
θαρσήσαντες τοῖς προσγιγνομένοις Thuc. — ободрившиеся благодаря прибывшим подкреплениям;μέ παραγενέσθαι τῇ μάχῃ, ἀλλὰ προσγενέσθαι μετὰ τέν μάχην διώκουσι Plut. — не участвовать в сражении, но присоединиться после сражения к преследующим;τὸ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται Thuc. — не легко им (т.е. пелопоннессцам) дастся стать опытными моряками;πρὸς τῷ θυμοειδεῖ ἔτι προσγενέσθαι φιλόσοφος Plat. — с мужеством сочетать любовь к мудрости;ἐπειδέ καὴ γῆρας καὴ νόσοι προσγίνεταί μοι Lys. — после того, как прибавились у меня старость и болезни -
5 προσελαυνω
(fut. προσελάσω - атт. προσελῶ, aor. 1 προσήλασα)1) отгонять, оттеснять2) гнать, мчать(τὸν ἵππον Plut.)
3) подъезжать, aor. прискакать, примчаться(ἵππῳ Her., Xen.)
οἱ ἱππόται προσήλασαν πρὸς τοὺς Ἕλληνας Her. — (персидские) всадники атаковали греков в конном строю;οἱ προσελαύνοντες Xen. — конница4) совершать переход, подходить, двигатьсяΚῦρος οὔπω ἧκεν, ἀλλ, ἔτι προσήλαυνε Xen. — Кир еще не прибыл (с войском), а находился в пути;
π. ταῖς κώπαις Luc. — плыть на веслах5) приколачивать, пригвождать -
6 προσοφειλω
1) сверх того быть должным, оставаться в долгу, задолжать(ἔτι πολλά Thuc.; διηκόσια τάλαντα Plut.; τινί τι NT.; ὅ προσοφειλόμενος μισθός Thuc.)
ἥ ἔχθρη ἥ προσοφειλομένη ἔς τινα Her. — застарелая вражда к кому-л.;χάριτάς τινι π. Xen. — питать благодарность к кому-л.2) отставать(πολύ τι Polyb.)
-
7 προσπληροω
тж. med. пополнять, сверх того оснащать, дополнительно снаряжать(π. ἔτι ναῦς Thuc.)
ἱππέας π. εἰς δισχιλίους Xen. — увеличить число всадников до двух тысяч -
8 προσποθεω
-
9 προσυπακουω
сверх того понимать, иметь еще в видуὑπήκουσας τοῖς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι Plat. — ты понял (мои) слова;
— имей же еще в виду следующее -
10 προσυπαρχω
быть еще в наличииδεῖ καὴ τέν τρίτην ἔτι π. Arst. — необходимо, чтобы (кроме содержания и формы) существовало еще и нечто третье;
προσυπάρχει ἐμοί Dem. — мне также предстоит (приходится) еще
См. также в других словарях:
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσέτι — ΝΜΑ επί πλέον, ακόμη, εκτός τούτου (α. «προσέτι θαλάσσης ἐμπειρότατοι εἰσιν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔτι «μέχρι τώρα, επί τού παρόντος»] … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
Papyrus 69 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 69 … Deutsch Wikipedia
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
προσδέω — (I) ΜΑ δένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δέω «δένω»]. (II) Α 1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῑς ἢ φιλεῑς οὕτω φάος;», Ευρ. β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν… … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
επιτροπεύω — (AM ἐπιτροπεύω) [επιτροπή] ασκώ καθήκοντα επιτρόπου, είμαι επίτροπος, επιστατώ, διευθύνω («ἦ τούτου ἕνεκα ἱκανὸς ἔσται ἐπιτροπεύειν;», Ξεν.) αρχ. 1. (με γεν.) διοικώ, κυβερνώ 2. (με αιτ.) διευθύνω, κυβερνώ, προΐσταμαι («θαυμάζω δ’ ὅπως τὸν δῆμον… … Dictionary of Greek
εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… … Dictionary of Greek