Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσ-ψύχω

См. также в других словарях:

  • προσψύχω — Α 1. (για άνεμο) πνέω ψυχρός 2. αφοσιώνομαι με την ψυχή και το σώμα μου, αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά 3. μτφ. πονώ για κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ψύχω «ψυχραίνω, κρυώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • προσαποψήχω — Α πιθ. καθαρίζω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποψήχω «καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό, ψύχω εντελώς»] …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ψυγώ — έω, ΜΑ μσν. (αμτβ.) μτφ. μειώνομαι, ελαττώνομαι («ἀγάπη... ἡ πρὸς θεὸν ψυγήσασα», Ησ. Μιλ.) αρχ. (για πρόσ.) επιζητώ αναψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. ψύχω (ΙΙ) «παγώνω», κατά τα συνηρημένα σε έω] …   Dictionary of Greek

  • ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»