-
1 προσχαριζομαι
См. также в других словарях:
προσχαρίζομαι — ΜΑ κάνω κάτι για χάρη κάποιου / αρχ. 1. χαρίζω κάτι σε κάποιον ή ικανοποιώ κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῑς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», Ξεν.) 2. αποδέχομαι την αλήθεια κάποιου («Θετταλοῑς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», Στράβ.) 3 … Dictionary of Greek