-
1 προσφυής
προσ-φῠής, ές,A firmly attached by growth, Thphr.CP1.6.3;λοβοὶ ὤτων προσφυεῖς PPetr.3p.25
;ὄνυχες π. τῇ σαρκί Adam.2.4
; opp.προσαρτής, χοιράς Antyll.
ap.Orib.45.2.2.2 fixed or attached to, θρῆνυν.. προσφυέ' ἐξ αὐτῆς [τῆς κλισίης] Od.19.58;τοῖς ὀστέοις Diog.Oen.39
: metaph., inseparable from, Epicur.Fr. 200: [comp] Comp., more akin to, Pl.Phlb. 64c, 67a. Adv. - ῶς, of kissing, Luc.DMeretr.3.2.3 π. τινί attached or devoted to,ἐδωδαῖς καὶ.. ἡδοναῖς Pl.R. 519b
.II naturally belonging to, suitable or fitted for a thing,τῶν δικαίων π. καὶ συγγενεῖς Id.Ep. 344a
;τοῖς πράγμασι π. λέξις D.H.Th.5
;π. τῷ θεῷ ἄγαλμα Hierocl. in CA1p.421M.
: c. inf., οἰκτίσασθαι -έστατος most adapted to move pity, Longin.34.2. Adv. - ῶς, [dialect] Ion. -έως, προσφυέως λέγειν speak suitably, ably, Hdt.1.27, cf. Ph.2.421, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφυής
См. также в других словарях:
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek