-
1 ἐπιφέρω
ἐπι|φέρω / προσ|φέρω приносить, наносить, налагать, прилагать, приближать -
2 προσφέρω
ἐπι|φέρω / προσ|φέρω приносить, наносить, налагать, прилагать, приближать -
3 προσφερω
дор. ποτιφέρω (fut. προσοίσω, aor. προσήνεγκα; aor. pass. προσηνέχθην - ион. προσενείχθην или προσηνείχθην; aor. med. προσηνεγκάμην)1) подносить(τέν χεῖρα πρὸς τοῦ ἵππου τοὺς μυκτῆρας Her.; πῦρ τινι Eur.)
2) подводить, приводить, пододвигать, придвигать(μηχανὰς τῇ Ποτιδαίᾳ Thuc.)
3) pass. прибывать, приплывать(ἐς λιμένα Xen.)
4) pass. отправляться, направляться(τῇ Τρωάδι Luc.)
5) pass. встречаться(τοῖσι Κορινθίοισι Her.)
6) pass. нестись навстречу(τῷ σκοπέλῳ Luc.)
7) pass. устремляться, нападать(κατὰ τὸ ἰσχυρότατον Her.)
π. ἄπορος Her. — с которым трудно сразиться, неприступный, Plat. несговорчивый;τοὺς προσφερομένους δέχεσθαι Thuc. — давать отпор нападающим8) med. близко подходить, быть схожим, походить(ἔς τι Her.)
9) накладывать, налагать, прикладывать(βάσανόν τινι Plat.)
10) прилагать, применять, употреблять(ἴαμα Thuc.; πάσας μηχανάς Eur.; βίην τινί Her.)
π. πάντας ἐλέγχους Arph. — пускать в ход все доводы;πόλεμον π. τινί Her. — идти на кого-л. войной;γυμνάσια προσοιστέον Arst. — необходимо заниматься телесными упражнениями11) прибавлять, добавлять(τί τινι Soph. и τι πρός τι Her., Dem.)
12) подносить, (по)давать(τί τινι Soph., Arph., Arst.; τινὴ ἐμπιεῖν καὴ ἐμφαγεῖν Xen.)
προσφέρεσθαι σῖτον καὴ ποτόν Xen. — принимать пищу и питье;τὰ προσφερόμενα Xen. и τὸ προσφερόμενον Arst. — пища, питание;π. (= προσφέρεσθαι) φορβάν Soph. — принимать пищу13) предлагать, представлять, обращать(ся)(π. λόγον τινί Her.)
προσέφερον Ἀναξανδρίδῃ τάδε Her. — они предложили Анаксандриду следующее;π. λόγους τινὴ ποιεῖν τι Thuc. — предлагать кому-л. сделать что-л.;π. τινὴ λόγον περὴ σπονδῶν Thuc. — делать кому-л. предложение о перемирии;τὰ προσφερόμενα πρήγματα Her. — представляемые (для решения) вопросы14) med.-pass. обращаться, относиться(τινι καλῶς Thuc.; π. πρός τινα Plat.; τισι ὡς υἱοῖς NT.)
ἀπὸ τοῦ ἴσου τινὴ π. Thuc. — обращаться с кем-л. как с равным;ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον π. Thuc. — относиться достаточно благоразумно к несчастьям;παρανόμως π. Lys. — выказывать пренебрежение к закону;πᾶσαν φιλοτιμίαν π. Dem. — проявлять всяческое рвение15) med.-pass. обращаться с речью, отвечать16) ( о доходах) приносить, давать(πεντήκοντα τάλαντα τοῦ ἐνιαυτοῦ Thuc.; ἄλλα πέντε τάλαντα NT.)
17) вносить, платить(μετοίκιον Xen.)
-
4 προσενεχθείς
см. προσ—φέρω
См. также в других словарях:
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
ευπρόσοιστος — εὐπρόσοιστος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ οιστος (< προσ οίσω, μέλλ. τού προσ φέρω), πρβλ. α πρόσ οιστος, δυσ πρόσ οιστος] … Dictionary of Greek
ευπρόσφορος — εὐπρόσφορος, ον (ΑΜ) μσν. πρόσφορος, κατάλληλος αρχ. 1. αυτός που μιλάει εύκολα, που χρησιμοποιεί άνετα τη γλώσσα («εὐπρόσφορος ἐν τῇ Ρωμαίων φωνῇ») 2. (για τροφή) εύκολος στην αφομοίωση, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρόσ φορος (< προσ φέρω)] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
πληροφορώ — έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. 1. παρέχω πληροφορίες, ειδήσεις, ενημερώνω, γνωστοποιώ 2. παθ. πληροφορούμαι έομαι λαμβάνω ειδήσεις, μαθαίνω αρχ. 1. φέρω πλήρες μέτρο, ικανοποιώ εντελώς 2. βεβαιώνω, παρέχω πλήρη ασφάλεια 3. εκπληρώνω, εκτελώ 4. παθ. α) (για … Dictionary of Greek