-
1 προσφθέγγομαι
2 call by a name, call so and so,καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο Pi.O.10(11).50
;π. μιᾷ κλήσει Pl.Plt. 287e
.II intr., sound to, accompany, [αὐλοὶ] π. χοροῖς Poll.4.81
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφθέγγομαι
-
2 προσφθεγγομαι
См. также в других словарях:
προσφθέγγομαι — ΜΑ μιλώ σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον αρχ. 1. χαιρετώ 2. ονομάζω, επονομάζω («ἀγγεῑον... μιᾷ κλήσει προσεφθεγγόμεθα», Πλάτ.) 3. ηχώ σε συμφωνία με κάτι, συνοδεύω με τον ήχο μου («οἱ δὲ [αὐλοὶ] ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῑς», Πολυδ.).… … Dictionary of Greek
πολύφθογγος — η, ο / πολύφθογγος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, πολύηχος 2. (για πρόσ.) εύγλωττος και πειστικός («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ… … Dictionary of Greek
υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… … Dictionary of Greek