-
1 προστακτικός
A of or for commanding, imperative, imperious, τὸ π. [ἡ ψυχή], opp. τὸ ὑπηρετικόν (of the body), Arist.Top. 128b19;π. τινῶν Corn.ND16
;λόγος Plu.2.1037f
; Προστακτικός (sc. λόγος), title of work by Protagoras, D.L.9.55;βραχυλογία Plu.Phoc.5
; also of persons,ἄρχων Max.Tyr.13.2
([comp] Sup.).II Gramm., ἡ -κὴ ἔγκλισις the imperative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; π. ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20;τὸ π. σχῆμα Anon.Fig.24
; alsoτὸ -κόν D.L. 7.66
,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv.- κῶς
in the imperative mood,D.H.
4.18, Sch.Ar.Av. 1163.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστακτικός
См. также в других словарях:
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek
τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… … Dictionary of Greek
σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… … Dictionary of Greek