Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προσ-πίπτω

  • 1 προσπίπτω

    προσ|πίπτω (τινά / τινί) 1. попадаться кому, встречать кого; 2. припадать к кому, умолять о чем

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > προσπίπτω

  • 2 προσπιπτω

        дор. ποτῐπίπτω (fut. προσπεσοῦμαι, aor. 2 προσέπεσον)
        1) припадать
        

    (βωμοῖσι Soph.; γόνασι и πρὸς γόνυ Eur.; θεῶν πρὸς βρέτας Arph.; τινί NT.)

        ἱκέτης προσπίπτω Xen.я припадаю с мольбой (к твоим ногам)

        2) коленопреклоненно просить
        

    (τινά Eur., Luc.; βρέτη δαιμόνων Aesch.)

        3) попадать, впадать
        π. τῇ κνήμῃ Xen. — попадать в голень;
        π. πρὸς τὸν ἥλιον Arst. — попадать под солнечные лучи;
        ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα Thuc. (то место стены), куда приходилась насыпь;
        ὑπὸ πνευμάτων τῇ Τυρρηνίᾳ προσπεσεῖν Plut. — быть занесенным ветрами в Тиррению;
        π. δυστυχεστάτῳ κλήρῳ Eur. — стать жертвой ужаснейшей судьбы;
        ἡδοναῖς π. Plat.предаваться наслаждениям

        4) нападать
        

    (τινί Thuc., Xen. и πρός τινα Plat.; ἄνεμοι προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ NT.)

        προσπεσόντες τρέπουσι μέρος τι τοῦ στρατοῦ Thuc. — внезапным нападением (сиракузцы) обращают в бегство известную часть (афинской) армии;
        μέ λάθῃ με προσπεσών Soph.чтобы (Филоктет) исподтишка не напал на меня

        5) бросаться, устремляться, подбегать
        

    (τινί Her., Xen.)

        6) перен. склоняться, сближаться
        7) выпадать (на долю), случаться
        τὰ προσπεσόντα Eur., Men. — выпавшее на долю, сложившиеся обстоятельства;
        πρὸς τὰ προσπίπτοντα Arst. — в соответствии с обстоятельствами;
        ὅ τι ἂν προσπέσῃ Arst. — что ни попадется;
        ἄλλῳ τῳ προσπεσὸν ἄλλο ἂν ἐγεγόνει Plat. — случившееся с другим по-другому и получится;
        τῶν ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων Thuc.ввиду случившихся больших расходов

        8) (о слухах и т.п.) доходить, достигать
        

    προσέπεσε (impers.) παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς Polyb. — распространился слух, что послы прибыли;

        Κύρῳ φῆμαι καὴ λόγοι προσέπιπτον Plut.до Кира дошли слухи и толки

    Древнегреческо-русский словарь > προσπιπτω

См. также в других словарях:

  • προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

  • προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… …   Dictionary of Greek

  • προσπίτνω — Α (ποιητ. τ.) 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι, κυρίως στη σκηνή 3. (για πράγματα) πέφτω επάνω, επιπίπτω* («ἰοὶ προσπίπτοντες ὤλλυσαν», Αισχύλ.) 4. (για ψυχικά πάθη) επέρχομαι, συμβαίνω («τί σοι φρενῶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»