-
1 προσπτυσσω
преимущ. med. προσπτύσσομαι, эп.-дор. тж. ποτιπτύσσομαι (эп. aor. προσπτυξάμην; conjct. προσπτύξωμαι - эп. προσπτύξομαι; pf. προσέπτυγμαι)1) med. прилегать, прильнуть(τινι Soph.)
π. στόμα и στόματός τινος Eur. — поцеловать кого-л.;προσπτύσσεται πλευραῖσιν χιτῶν Soph. — одежда прилипла к бокам (Геракла)2) обнимать(Παλλάδος βρέτας, σῶμα π. Eur.; med. πατέρα Hom., Eur.)
3) med. подходить (с просьбой)ποτιπτύσσεσθαί τινα Hom. — молить кого-л.
4) med. подходить с приветствием, приветствовать(τινα Hom.)
π. τινα ἔπεϊ HH. — обращаться к кому-л. с ласковым словом;θεῶν δαῖτας π. Pind. — справлять пиры в честь богов
См. также в других словарях:
προσπτήσσω — Α παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»] … Dictionary of Greek
προσπτύσσω — ΜΑ, και επικ. τ. ποτιπτύσσω και επικ. μέσ. τ. προτιπτύσσομαι Α (το μέσ.) προσπτύσσομαι (σχετικά με πρόσ.) εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω αρχ. 1. μέσ. α) (για ένδυμα) προσαρμόζομαι σφιχτά, εφαρμόζω β) πιέζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο γ) ζαρώνω κοντά σε… … Dictionary of Greek