Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προσ-πτύσσω

См. также в других словарях:

  • προσπτήσσω — Α παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσπτύσσω — ΜΑ, και επικ. τ. ποτιπτύσσω και επικ. μέσ. τ. προτιπτύσσομαι Α (το μέσ.) προσπτύσσομαι (σχετικά με πρόσ.) εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω αρχ. 1. μέσ. α) (για ένδυμα) προσαρμόζομαι σφιχτά, εφαρμόζω β) πιέζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο γ) ζαρώνω κοντά σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»