Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσ-πορεύομαι

См. также в других словарях:

  • προσυπαντώ — άω, ΜΑ 1. συναντώ κάποιον ακόμη 2. εξακολουθώ να πορεύομαι για να συναντήσω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπαντῶ «πορεύομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον, απαντώ κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… …   Dictionary of Greek

  • προσβλώσκω — Α (άχρ. τ. ενεστ. τού οποίου απαντά μόνο το απρμφ. τού αορ. β προσμολεῑν) 1. προσέρχομαι 2. προσεγγίζω, πλησιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βλώσκω «προχωρώ, πορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσνίσσομαι — και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α (αποθ.) 1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.) 2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω 3. εισάγομαι («οὐδ ὅσ ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.) 4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.… …   Dictionary of Greek

  • προσστείχω — Α έρχομαι ή πορεύομαι προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + στείχω «βαδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσφοιτώ — άω, ΜΑ 1. πορεύομαι ή έρχομαι σε κάποιο μέρος συχνά («οὐδὲ προσφοιτᾷ πρός τι... τῶν ἐν τῇ πόλει κουρείων», Δημοσθ.) 2. συναναστρέφομαι με κάποιον αρχ. 1. φοιτώ σε κάποιο δάσκαλο 2. μτφ. επισκέπτομαι («τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας», Αντιφάν.).… …   Dictionary of Greek

  • προσφρέω — Α πορεύομαι προς... [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φρέω, αμάρτυρος τ. ενεστ. που απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. εἰσ φρέω, ἐκ φρέω), βλ. λ. πίφρημι] …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»