-
1 προσπαιζω
(aor. προσέπαισα - поздн. προσέπαιξα)1) играть, шутить, забавляться(τινί Xen., Plat.)
π. ἐν τοῖς λόγοις Plat. — играть словами2) насмехаться(τινί Plut.)
3) вышучивать(τοὺς ῥήτορας Plat.)
4) поддразнивать, дразнить(τὸν κύνα Luc.)
5) прославлять, славить, воспевать(τὸν Ἔρωτα, θεούς Plat.)
См. также в других словарях:
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις … Dictionary of Greek
προαθύροντες — Α (κατά τον Ησύχ.) «προσπαίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει πιθ. να αναγνωστεί προσ αθύροντες (< πρός + ἀθύρω «παίζω»)] … Dictionary of Greek
προσαθύρω — Α προσπαίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
προσαναφυσώ — άω, Α παίζω επί πλέον τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφυσῶ «φυσώ τον αυλό»] … Dictionary of Greek
προσκιθαρίζω — Α συνοδεύω με κιθάρα, ακομπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] … Dictionary of Greek
προστραγωδώ — έω, Α 1. μεγαλοποιώ κάτι, υπερβάλλω σε κάτι σαν τους τραγικούς ποιητές («προστραγῳδεῑ δὲ τούτοις ὁ Καλλισθένης», Στράβ.) 2. φρ. «τὸ ἔξωθεν προστραγῳδούμενον» ο εξωτερικός διάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τραγῳδῶ «παίζω τραγωδία, συμπεριφέρομαι… … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek