-
1 προσονομαζω
именовать, давать названиеπ. θεούς Her. — именовать богами;
αἰθέρα π. τὸν ἀνωτάτω τόπον Arst. — называть высочайшее место эфиром
См. также в других словарях:
φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… … Dictionary of Greek
προσεννέπω — Α (ποιητ. τ.) 1. προσφωνώ, προσαγορεύω 2. χαιρετίζω («Χείρωνα προσέννεπε φωνᾷ», Πίνδ.) 3. ικετεύω, παρακαλώ 4. προτρέπω 5. φρ. «προσεννέπειν τινά τι» καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνέπω / ἐννέπω «διηγούμαι,… … Dictionary of Greek
προσεπιφημίζω — Α διαφημίζω, διαδίδω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιφημίζω «προφητεύω, ονομάζω, προσδιορίζω»] … Dictionary of Greek
προσερώ — έω, Α (ως μέλλοντας τού προσαγορεύω) 1. προσαγορεύω, προσφωνώ («ὕστατον δή σε προσεροῡσι νῡν οἱ ἐπιτήδειοι» Πλάτ.) 2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον με όνομα («τί προσεροῡμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις;», Πλάτ.) 3. παθ. προσεροῡμαι, έομαι διατάσσομαι.… … Dictionary of Greek
προσφθέγγομαι — ΜΑ μιλώ σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον αρχ. 1. χαιρετώ 2. ονομάζω, επονομάζω («ἀγγεῑον... μιᾷ κλήσει προσεφθεγγόμεθα», Πλάτ.) 3. ηχώ σε συμφωνία με κάτι, συνοδεύω με τον ήχο μου («οἱ δὲ [αὐλοὶ] ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῑς», Πολυδ.).… … Dictionary of Greek
τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… … Dictionary of Greek
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek