-
1 προσομοργνυμαι
досл. натирать, намазывать, перен. накладывать, налагать(τὸ ἄγος τινί Plut.)
См. также в других словарях:
προσομόργνυμι — Α (κυρίως το μέσ.) προσομόργνυμαι μεταδίδω κάτι σε κάποιον με προστριβή, τού προσάπτω, τού προσκολλώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀμόργνυμαι «σφουγγίζω, σκουπίζω»] … Dictionary of Greek