-
1 προσομολογια
-
2 προσχωρεω
(fut. προσχωρήσω и προσχωρήσομαι)1) подходить, приближаться Thuc., Xen.π. τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ Her. — расположиться лагерем по соседству друг с другом
2) переходить (на чью-л. сторону), присоединяться(τινι и πρός τινα Her., Thuc.)
π. ἐς ὁμολογίην Her. и π. ὁμολογίᾳ Thuc. — сдаваться (на условиях победителя), капитулировать;π. ἐς ξυμμαχίαν τινί Thuc. — становиться чьим-л. союзником;πρὸς ἄλλον βίον π. Plat. — переходить к другому образу жизни;π. πόλει Eur. — перенимать обычаи города3) уступать, соглашаться(τοῖς λόγοις τινός Soph.)
4) походить, быть похожим(τὰ νόμαια Θρήϊξι Her.)
γλῶσσαν πρὸς τὸ Καρικὸν ἔθνος προσκεχωρηκέναι Her. — по языку быть близким к карийскому племени
См. также в других словарях:
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek