-
1 προσοκελλω
См. также в других словарях:
προσοκέλλω — Α 1. (σχετικά με πλοίο) ρίχνω στην ξηρά 2. (για ναυτιλλομένους) ρίχνω το πλοίο πάνω σε κάτι («πολλοῑς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῑς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», Λουκιαν.) 3. (αμτβ.) (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, εξοκέλλω 4. μτφ. παρεκτρέπομαι,… … Dictionary of Greek