-
1 προσκατασκευαζω
1) сверх того устраивать, приготовлять(ἐμπόριον Dem.; τριήρεις Diod.)
2) сверх того назначать(δυνάστην τινά Polyb.)
3) присоединять, добавлять(τι πρός τι Arst.)
См. также в других словарях:
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
εκποιώ — ( έω) (AM ἐκποιῶ) πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω μσν. 1. καθιστώ 2. μέσ. γίνομαι αρχ. 1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου 2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία 3. αποσπερματίζω 4. παράγω, γεννώ 5. κατασκευάζω, εκτελώ 6. προμηθεύω,… … Dictionary of Greek
καλοφτ(ε)ιάνω — και καλοφτ(ε)ιάχνω και καλοφκ(ε)ιάνω 1. κατασκευάζω ή διαπλάσσω κάτι έντεχνα, άρτια, κομψά, φιλοτεχνώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφτ(ε)ιαγμένος και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, ο α) καλοδουλεμένος, καλοκαμωμένος β) (για πρόσ.) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
ξυλώ — ξυλῶ, όω (Α) [ξύλον] 1. μεταβάλλω κάτι σε ξύλο 2. κατασκευάζω κάτι από ξύλο («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ) 3. παθ. ξυλοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ξύλο («ξυλοῡται γὰρ σκληρυνόμενα οἷον ἐν τοῑς φοίνιξι», Θεόφρ.) β) (για πρόσ.… … Dictionary of Greek
προσκάμνω — Α 1. εργάζομαι με κόπο ή σκληρά για μεγαλύτερο χρόνο 2. πάσχω, υποφέρω επί πλέον («προσέκαμνεν... ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κάμνω «δημιουργώ, κατασκευάζω, κουράζομαι, πάσχω, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
προσπλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α μσν. προσδίδω σε κάποιον κάτι («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», Ευστ. Πον.) αρχ. 1. κατασκευάζω, πλάθω κάτι προσκολλώντας το πάνω σε άλλο 2. αυξάνω κάτι επιπροσθέτως 3. προσθέτω 4. παθ. προσπλάσσομαι α)… … Dictionary of Greek
προσσταυρώ — όω, Α κατασκευάζω σταύρωμα, φράκτη από πασσάλους κατά μήκος ή μπροστά από έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σταυρῶ (< σταυρός)] … Dictionary of Greek
προστεκταίνομαι — Α επινοώ, μηχανεύομαι κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, επινοώ» (< τέκτων «ξυλουργός»)] … Dictionary of Greek
προσυφαίνω — Α 1. συνυφαίνω («ἀθανάτῳ θνητὸν προσυφαίνοντες», Πλάτ.) 2. μτφ. (σχετικά με οικοδομήματα) κατασκευάζω κάτι σε κάτι άλλο («οἰκίας προσυφαίνουσι ταῑς γωνίαις», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφαίνω «συμπλέκω, δημιουργώ, παρασκευάζω»] … Dictionary of Greek
σκευάζω — ΝΑ [σκεῡος] νεοελλ. (για εμπορεύματα) συσκευάζω αρχ. 1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.) 2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.) 3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ ἐκ σοῡ… … Dictionary of Greek