Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσ-καθέζομαι

См. также в других словарях:

  • προσκαθεδρία — ἡ, Α πολιορκία, αποκλεισμός με πολιορκία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. προσ καθέζομαι (< *προσκαθέδ jομαι) χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί η ακριβής ετυμολογική τους σχέση (πρβλ. καθέδρα: καθέζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»