-
1 προσκαθεζομαι
(fut. προσκαθεδοῦμαι)1) сидеть возле, т.е. осаждать(πόλιν Thuc. и πόλει Polyb.)
2) внимательно заниматься, трудиться(τοῖς πράγμασι Dem.)
См. также в других словарях:
προσκαθεδρία — ἡ, Α πολιορκία, αποκλεισμός με πολιορκία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. προσ καθέζομαι (< *προσκαθέδ jομαι) χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί η ακριβής ετυμολογική τους σχέση (πρβλ. καθέδρα: καθέζομαι)] … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek