-
1 προσθιγγανω
(fut. προσθίξομαι, aor. 2 προσέθιγον) прикасаться, дотрагиваться(τινός Aesch., Soph.; χερί τινος Eur.)
См. также в других словарях:
προσθιγγάνω — Α αγγίζω, ψαύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θιγγάνω «αγγίζω»] … Dictionary of Greek
εύθικτος — η, ο (ΑΜ εὔθικτος, ον) νεοελλ. αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων μσν. εύκολα αντιληπτός αρχ. 1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.) 2. ο ευφυής, ο έξυπνος … Dictionary of Greek