-
1 ἐρεθίζω
ἐρέθω, ἐρεθίζωGrammatical information: v.Meaning: `stir, provoke' (Il.)Other forms: with aor. ἐρεθίσαι (A.), pass. ἐρεθ-ισθῆναι, - ισθεῖς (Hdt.), - ίξαι (AP), perf. pass. ἠρέθ-ισμαι, - ισμένος (Ion.-Att.), act. ἠρέθικα (Aeschin.), fut. - ίσω, - ιῶ (hell.);Derivatives: From ἐρεθίζω: ἐρεθισμός (Hp.), ἐρέθισμα (Ar.; cf. Porzig Satzinhalte 186) `provocation, irritation', ἐρεθιστής `agitator' (LXX), - ιστικός `irritating' (Hp.) - From ἐρέθω: perhaps *ὄροθος in ὀροθύνω, s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present ἐρέθω can like θαλέθω, φλεγέθω a. o. (Schwyzer 703, Chantraine Gramm. hom. 1, 327ff.) have a formans θ; it is then derived from a primary verb which is unknown. Note the following forms in H.: ἔρετο ὡρμήθη, ἔρσεο διεγείρου, ἔρσῃ ὁρμήσῃ, that migth have formed the basis of ἐρέθω. Further s. ὄρνυμι.Page in Frisk: 1,550-551Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρεθίζω
-
2 προσηρέθιζον
πρόσ-ἐρεθίζωrouse to anger: imperf ind act 3rd plπρόσ-ἐρεθίζωrouse to anger: imperf ind act 1st sg -
3 προσηρέθιζε
πρόσ-ἐρεθίζωrouse to anger: imperf ind act 3rd sg -
4 προσηρέθισεν
πρόσ-ἐρεθίζωrouse to anger: aor ind act 3rd sg -
5 ἐρέθω
ἐρέθω, ἐρεθίζωGrammatical information: v.Meaning: `stir, provoke' (Il.)Other forms: with aor. ἐρεθίσαι (A.), pass. ἐρεθ-ισθῆναι, - ισθεῖς (Hdt.), - ίξαι (AP), perf. pass. ἠρέθ-ισμαι, - ισμένος (Ion.-Att.), act. ἠρέθικα (Aeschin.), fut. - ίσω, - ιῶ (hell.);Derivatives: From ἐρεθίζω: ἐρεθισμός (Hp.), ἐρέθισμα (Ar.; cf. Porzig Satzinhalte 186) `provocation, irritation', ἐρεθιστής `agitator' (LXX), - ιστικός `irritating' (Hp.) - From ἐρέθω: perhaps *ὄροθος in ὀροθύνω, s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present ἐρέθω can like θαλέθω, φλεγέθω a. o. (Schwyzer 703, Chantraine Gramm. hom. 1, 327ff.) have a formans θ; it is then derived from a primary verb which is unknown. Note the following forms in H.: ἔρετο ὡρμήθη, ἔρσεο διεγείρου, ἔρσῃ ὁρμήσῃ, that migth have formed the basis of ἐρέθω. Further s. ὄρνυμι.Page in Frisk: 1,550-551Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρέθω
См. также в других словарях:
προσηρέθιζον — πρόσ ἐρεθίζω rouse to anger imperf ind act 3rd pl πρόσ ἐρεθίζω rouse to anger imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηρέθιζε — πρόσ ἐρεθίζω rouse to anger imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηρέθισεν — πρόσ ἐρεθίζω rouse to anger aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπαροξύνω — Α 1. προκαλώ επιπρόσθετο πόνο ή προξενώ επιπρόσθετη φλόγωση («τὴν ὀδύνην προσπαροξύνειν», Ιπποκρ.) 2. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον επιπροσθέτως («προσπαρώξυνε φωνῇ τινι μειράκιον εὐερέθιστον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παροξύνω «ερεθίζω»] … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
προσαμύσσω — Α ερεθίζω επί πλέον («προσαμύσσειν τόπον φαρμάκῳ», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμύσσω «κεντώ, τσιμπώ, σχίζω»] … Dictionary of Greek
προσαναξαίνω — Μ κεντώ, ερεθίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναξαίνω «ξύνω, ανακινώ»] … Dictionary of Greek
προσανασείω — Α 1. κινώ προς τα πάνω, ταράζω, τραντάζω επί πλέον 2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως («ταχὺ προσανασεισθέντες οἱ πολλοὶ τοῑς τοιούτοις λόγοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνασείω «κινώ, ταράζω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek
προσεξίστημι — Α προκαλώ σύγχυση ή ταραχή, συνταράσσω επί πλέον («οἶνος ἐν σώματι κακῶς... ἔχοντι... φλέγμα καὶ χολὴν κινεῑ καὶ ταράττει καὶ παρεξίστησιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξίστημι «ερεθίζω, συνταράζω»] … Dictionary of Greek
προσκαταξαίνω — Α 1. φθείρω επί πλέον 2. διεγείρω, ερεθίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταξαίνω «κομματιάζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
προσπυρώ — όω, Α 1. ανάβω κάτι ακόμη 2. μτφ. παροξύνω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πυρῶ (< πῦρ)] … Dictionary of Greek