Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσ-ερεθίζω

См. также в других словарях:

  • προσηρέθιζον — πρόσ ἐρεθίζω rouse to anger imperf ind act 3rd pl πρόσ ἐρεθίζω rouse to anger imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηρέθιζε — πρόσ ἐρεθίζω rouse to anger imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηρέθισεν — πρόσ ἐρεθίζω rouse to anger aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπαροξύνω — Α 1. προκαλώ επιπρόσθετο πόνο ή προξενώ επιπρόσθετη φλόγωση («τὴν ὀδύνην προσπαροξύνειν», Ιπποκρ.) 2. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον επιπροσθέτως («προσπαρώξυνε φωνῇ τινι μειράκιον εὐερέθιστον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παροξύνω «ερεθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • προσαμύσσω — Α ερεθίζω επί πλέον («προσαμύσσειν τόπον φαρμάκῳ», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμύσσω «κεντώ, τσιμπώ, σχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναξαίνω — Μ κεντώ, ερεθίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναξαίνω «ξύνω, ανακινώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσανασείω — Α 1. κινώ προς τα πάνω, ταράζω, τραντάζω επί πλέον 2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως («ταχὺ προσανασεισθέντες οἱ πολλοὶ τοῑς τοιούτοις λόγοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνασείω «κινώ, ταράζω, διεγείρω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεξίστημι — Α προκαλώ σύγχυση ή ταραχή, συνταράσσω επί πλέον («οἶνος ἐν σώματι κακῶς... ἔχοντι... φλέγμα καὶ χολὴν κινεῑ καὶ ταράττει καὶ παρεξίστησιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξίστημι «ερεθίζω, συνταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσκαταξαίνω — Α 1. φθείρω επί πλέον 2. διεγείρω, ερεθίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταξαίνω «κομματιάζω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • προσπυρώ — όω, Α 1. ανάβω κάτι ακόμη 2. μτφ. παροξύνω, ερεθίζω κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πυρῶ (< πῦρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»