-
1 προσεπεξευρισκω
(aor. προσεπεξεῦρον) еще изобретать, вновь придумывать(τόδε Thuc.)
См. также в других словарях:
προσεπεξευρίσκω — Α εξευρίσκω, επινοώ κάτι επιπροσθέτως για κάποιο σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπεξευρίσκω «ανακαλύπτω, εφευρίσκω»] … Dictionary of Greek