-
1 προσεξιστημι
См. также в других словарях:
προσεξίστησιν — πρόσ ἐξίστημι displace pres ind act 3rd sg πρόσ ἐξιστάω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξίστημι — Α προκαλώ σύγχυση ή ταραχή, συνταράσσω επί πλέον («οἶνος ἐν σώματι κακῶς... ἔχοντι... φλέγμα καὶ χολὴν κινεῑ καὶ ταράττει καὶ παρεξίστησιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξίστημι «ερεθίζω, συνταράζω»] … Dictionary of Greek