-
1 προσεθιζω
приучать(π. τινὰ λιμὸν καὴ δίψος δύνασθαι φέρειν Xen.)
τινὰ καρτερίαν καὴ εὐτέλειαν Xen. — приучать кого-л. к выносливости и умеренности;κατὰ σμικρὸν προσεθιζόμενος ἀντίον ὁρᾶν Luc. — мало-помалу привыкший смотреть прямо (на яркий свет)
См. также в других словарях:
εθίζω — (AM ἐθίζω, Α ποιητ. εἰθίζω) [έθος] 1. συνηθίζω κάποιον σε κάτι, κάνω κάποιον να συνηθίσει κάτι 2. (γ πρόσ.) εἴθισται επικρατεί συνήθεια 3. (ενεργ. αμτβ.) αποκτώ τη συνήθεια … Dictionary of Greek
συνηθίζω — ΝΜA κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι νεοελλ. 1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα») 2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο») 3. αποκτώ ορισμένη… … Dictionary of Greek
διεθίζω — (Α) [εθίζω] 1. διαρκώ πολύ καιρό 2. (για πρόσ.) συνηθίζω … Dictionary of Greek