Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προσ-εθίζω

См. также в других словарях:

  • εθίζω — (AM ἐθίζω, Α ποιητ. εἰθίζω) [έθος] 1. συνηθίζω κάποιον σε κάτι, κάνω κάποιον να συνηθίσει κάτι 2. (γ πρόσ.) εἴθισται επικρατεί συνήθεια 3. (ενεργ. αμτβ.) αποκτώ τη συνήθεια …   Dictionary of Greek

  • συνηθίζω — ΝΜA κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι νεοελλ. 1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα») 2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο») 3. αποκτώ ορισμένη… …   Dictionary of Greek

  • διεθίζω — (Α) [εθίζω] 1. διαρκώ πολύ καιρό 2. (για πρόσ.) συνηθίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»