Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσ-διαστρέφω

См. также в других словарях:

  • προσδιαστρέφουσι — πρόσ διαστρέφω turn different ways pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ διαστρέφω turn different ways pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιαστρέφουσιν — πρόσ διαστρέφω turn different ways pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ διαστρέφω turn different ways pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιαστρεφόμενος — πρόσ διαστρέφω turn different ways pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιαστρέφω — Α διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῑς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῑν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… …   Dictionary of Greek

  • παραμορφώνω — παραμορφῶ, όω, ΝΜΑ 1. μεταβάλλω τη μορφή πράγματος ώστε να φαίνεται διαφορετικό, μετασχηματίζω 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («με τις δηλώσεις του παραμόρφωσε την αλήθεια») νεοελλ. 1. αλλάζω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι ώστε να φαίνεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»