-
1 προσδιαλεγομαι
1) участвовать в беседе, отвечать собеседникуδιαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. — когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним);
ὅ προσδιαλεγόμενος Plat. — собеседник2) заговаривать, обращаться(θεοῖς εὐχαῖς καὴ ἱκετείαις Plat.)
См. также в других словарях:
συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… … Dictionary of Greek