-
1 προσγραφω
1) приписывать, письменно добавлять(τινί τι Dem.)
τὰ προσγεγραμμένα Xen. — письменное приложение (к договору)2) приписывать, вносить в списокπ. τινὰ τῇ πολιτείᾳ Plut. — вносить кого-л. в число граждан;
προσγραφῆναι εἰς τέν στήλην Lys. — быть включенным в список на (почетной) колонне3) приписывать, вменять(τῇ τύχῃ τι Plut.)
π. ἑαυτῷ τὸ φιλοσοφίας ὄνομα Plut. — объявлять себя философом
См. также в других словарях:
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
προσπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α (μτβ.) πνέω πάνω σε κάτι, εμπνέω («πᾱσιν δ ἥπιος ἥδε βροτοῑς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», Θεόκρ.) αρχ. 1. γραμμ. προφέρω ή γράφω μια λέξη με δασεία 2. (αμτβ.) πνέω, φυσώ («εὐθὺς ἡμῑν ἀπ αὐτοῡ τοῡ τεμένους… … Dictionary of Greek
τιμογραφώ — έω, Α 1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῡ δοῡναι τὸ ἀργύριον», ΠΔ) 2. (το γ εν. πρόσ. τού ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + γραφῶ (< γράφος*)] … Dictionary of Greek
χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
ψηνίζω — Α [ψήν, ψηνός] 1. κρεμώ καρπούς άγριας συκιάς σε ήμερη για να γονιμοποιήσουν οι ψήνες τούς καρπούς της, ερινάζω 2. γράφω κωμωδία με τίτλο οί Ψῆνες 3. (το γ εν. πρόσ. παθ.) ψηνίζεται συνουσιάζεται … Dictionary of Greek