-
1 προσγένημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσγένημα
См. также в других словарях:
προσγένημα — τὸ, Α επαύξηση, προσθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γένημα (< γεννῶ πιθ. κατ επίδραση τού γένος)] … Dictionary of Greek
1 προσγένημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσγένημα
προσγένημα — τὸ, Α επαύξηση, προσθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γένημα (< γεννῶ πιθ. κατ επίδραση τού γένος)] … Dictionary of Greek