-
1 προσβλητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβλητός
См. также в других словарях:
ευπρόσβλητος — η, ο 1. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να προσβάλλει, ο τρωτός, ο ευάλωτος 2. αυτός που έχει ασθενική κράση, ο ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ βλητός (< προσ βάλλω) Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
ηλιόβλητος — η, ο (Α ἡλιόβλητος, ον) αυτός που τόν χτυπούν οι ακτίνες τού ήλιου, ο ηλιόλουστος («ἡλιοβλήτους πλάκας», Ευρ.) νεοελλ. (για πρόσ.) ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βλητός (< βάλ λω)] … Dictionary of Greek