-
1 προσαποβαλλω
сверх того терятьπ. τι πρὸς ταῖς δώδεκα Arph. — потерять что-л. сверх двенадцати (мин);
(τοὺς φίλους) προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι Plut. — помимо своего состояния, (Никий) потерял друзей
См. также в других словарях:
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… … Dictionary of Greek
επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… … Dictionary of Greek
προσαποδύομαι — Α γδύνομαι ακόμη πιο πολύ («θαλπόμενος [ὑπὸ τοῡ ἡλίου] εἶτα καυματιζόμενος καὶ τὸν χιτῶνα τῷ ἱματίῳ προσαπεδύσατο», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω από πάνω μου»] … Dictionary of Greek
προσαποφέρω — Α 1. εκβάλλω κάτι ως περίττωμα 2. απομακρύνω επί πλέον 3. μέσ. προσαποφέρομαι παίρνω με τη βία, αρπάζω κάτι για να τό χρησιμοποιήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποφέρω «αποβάλλω, μεταφέρω αλλού, αποκομίζω»] … Dictionary of Greek
προσπτύω — Α 1. φτύνω προς κάποιον, ιδίως ως εκδήλωση περιφρόνησης και βδελυγμίας («προσπτύειν πρὸς τὸ πρόσωπον», Υπέρ.) 2. (μτβ.) α) αποβάλλω κάτι φτύνοντας («προσπτύειν ἰόν», Ιεροκλ.) β) (για θάλασσα) ρίχνω στην ακτή, ξεβράζω 3. μτφ. αποστρέφομαι,… … Dictionary of Greek