Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσ-αναλαμβάνω

См. также в других словарях:

  • ραΐζω — (I) Ν βλ. ραγίζω. (II) ΜΑ, και ιων. τ. ῥηΐζω Α (το ενεργ και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, ησυχάζω αρχ. 1. (για ασθένειες) γίνομαι πιο ανεκτός, υποφερτός 2. (για πρόσ.) αναλαμβάνω από αρρώστια, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω 3.… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσανακύπτω — ΜΑ ανακτώ πάλι τις δυνάμεις μου, αναλαμβάνω, αναρρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακύπτω «σηκώνω το κεφάλι, βγαίνω από δύσκολη θέση, αναλαμβάνω, συνέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσκαταγωνίζομαι — Μ αναλαμβάνω και άλλον αγώνα («προσκατηγωνίσω καὶ τὸ ἀλλότριον», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταγωνίζομαι «αναλαμβάνω αγώνα»] …   Dictionary of Greek

  • συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα …   Dictionary of Greek

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»