Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσᾰφής

См. также в других словарях:

  • προσαφής — touching upon masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαφῆς — προσαφή touching fem gen sg (attic epic ionic) προσαφής touching upon masc/fem acc pl (attic epic doric) προσαφής touching upon masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαφής — ές, Α αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αφής (ἀφή), πρβλ. συν αφής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»