-
1 προσαμύσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαμύσσω
-
2 προσάμυσσε
προσαμύσσωirritate still further: pres imperat act 2nd sgπροσαμύσσωirritate still further: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
προσαμύσσω — Α ερεθίζω επί πλέον («προσαμύσσειν τόπον φαρμάκῳ», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμύσσω «κεντώ, τσιμπώ, σχίζω»] … Dictionary of Greek
προσάμυσσε — προσαμύσσω irritate still further pres imperat act 2nd sg προσαμύσσω irritate still further imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek