Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσίκτωρ

См. также в других словарях:

  • προσίκτωρ — one that comes to a temple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσίκτωρ — ορος, ὁ, Α [προσικνοῡμαι] 1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.) 2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης …   Dictionary of Greek

  • προσίκτορες — προσίκτωρ one that comes to a temple masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσίκτορος — προσίκτωρ one that comes to a temple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσίκτης — ὁ, Α [προσικνοῡμαι] προσίκτωρ* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»