Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προσάπτω

  • 1 взводить

    взводить
    несов
    1. (поднимать вверх) σηκώνω, ἀνεβάζω:
    \взводить курок ἀνεβάζω τόν πετεινό τοῦ ὀπλου·
    2. (приписывать что-л. кому-л.) κατηγορώ ἀδικα:
    \взводить обвинение на кого́-л. κατηγορώ κάποιον, προσάπτω κατηγορίαν σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > взводить

  • 2 возводить

    возводить
    несов
    1. (строить) ἀνεγείρω, οίκοδομῶ·
    2. (в сан, в должность) ἀπονέμω τίτλο, προάγω, προβιβάζω·
    3. мат ὑψώνω· ◊ \возводить обвинение на кого-л. κατηγορώ κάποιον, προσάπτω κα-τηγορία[ν]· \возводить в принцип κάνω κανόνα, ἀνάγω σέ ἀξίωμά \возводить на престол ἐνθρονίζω, βάζω στό θρόνο.

    Русско-новогреческий словарь > возводить

  • 3 выговор

    выговор
    м
    1. (произношение) ἡ προφορά:
    чистый \выговор ἡ καθαρή προφορά·
    2. (порицание) ἡ μομφή, ἡ ἐπιτίμηση [-ις], ἡ ἐπίπληξη:
    строгий \выговор ἡ αὐστηρή μομφή· сделать \выговор κάνω (или προσάπτω) μομφή· получить \выговор τιμωρούμαι μέ μομφή.

    Русско-новогреческий словарь > выговор

  • 4 tax (someone) with

    (to accuse (a person) of: I taxed him with dishonesty.) κατηγορώ, προσάπτω

    English-Greek dictionary > tax (someone) with

  • 5 tax (someone) with

    (to accuse (a person) of: I taxed him with dishonesty.) κατηγορώ, προσάπτω

    English-Greek dictionary > tax (someone) with

  • 6 упрёк

    α.
    μομφή, μέμψη, ψέξη, κατηγόρια-
    επίκριση•

    строгий упрёк αυστηρή μομφή•

    упрёк взаимныеупрёки αλληλοκατηγορίες•

    осыпать -ами кого-н. λέγω ένα σωρό κατηγόριες για κάποιον.

    εκφρ.
    бросить упрёк кому – επιρρίπτω (προσάπτω) μομφή σε κάποιον, κοτσάρω•
    ставить в упрёк кому что – κατηγορώ κάποιον για κάτι•
    не в упрёк кому – όχι με σκοπό να κατηγορήσω κάποιον•
    без -аπαλ. άμεμπτα, άψογα.

    Большой русско-греческий словарь > упрёк

См. также в других словарях:

  • προσάπτω — προσάπτω, (προσήψα) βλ. πίν. 213 Σημειώσεις: προσάπτω : ο αόριστος προσήψα δε συνηθίζεται. Απαντώνται κυρίως οι τύποι της υποτακτικής (να προσάψω κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσάπτω — fasten to pres subj act 1st sg προσάπτω fasten to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάπτω — ΝΜΑ και δωρ. τ. προτιάπτω Α [ἅπτω] 1. προσαρτώ κάτι σε κάτι άλλο, προσκολλώ («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης μηδέν», Σοφ.) 2. επισυνάπτω («τὸ ἀντίγραφον... προσήψαμεν», πάπ.) 3. μτφ. (με αρνητική σημ.) καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προσάψει — προσάπτω fasten to aor subj act 3rd sg (epic) προσάπτω fasten to fut ind mid 2nd sg προσάπτω fasten to fut ind act 3rd sg προσά̱ψει , προσάπτω fasten to futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) προσά̱ψει , προσάπτω fasten to futperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψουσι — προσάπτω fasten to aor subj act 3rd pl (epic) προσάπτω fasten to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσάπτω fasten to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) προσά̱ψουσι , προσάπτω fasten to futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψουσιν — προσάπτω fasten to aor subj act 3rd pl (epic) προσάπτω fasten to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσάπτω fasten to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) προσά̱ψουσιν , προσάπτω fasten to futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψῃ — προσάπτω fasten to aor subj mid 2nd sg προσάπτω fasten to aor subj act 3rd sg προσάπτω fasten to fut ind mid 2nd sg προσά̱ψῃ , προσάπτω fasten to futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) προσά̱ψῃ , προσάπτω fasten to futperf ind mid 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαψόμεθα — προσάπτω fasten to aor subj mid 1st pl (epic) προσάπτω fasten to fut ind mid 1st pl προσᾱψόμεθα , προσάπτω fasten to futperf ind mp 1st pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάπτῃ — προσάπτω fasten to pres subj mp 2nd sg προσάπτω fasten to pres ind mp 2nd sg προσάπτω fasten to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψαι — προσάπτω fasten to perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) προσάπτω fasten to aor inf act προσάψαῑ , προσάπτω fasten to aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάψεις — προσάπτω fasten to aor subj act 2nd sg (epic) προσάπτω fasten to fut ind act 2nd sg προσά̱ψεις , προσάπτω fasten to futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»