Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσόψημα

См. также в других словарях:

  • προσόψημα — anything eaten with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόψημα — ήματος, τὸ, ΜΑ καθετί που τρώγεται μαζί ή παράλληλα με το κυρίως γεύμα («ἐνίοτε δὲ ἐλαιῶν καὶ τῶν λιτοτάτων προσοψημάτων», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὄψημα «προσφάγι»] …   Dictionary of Greek

  • προσοψημάτων — προσόψημα anything eaten with neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοψήμασι — προσόψημα anything eaten with neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοψήμασιν — προσόψημα anything eaten with neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοψήματα — προσόψημα anything eaten with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοψήματι — προσόψημα anything eaten with neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοψήματος — προσόψημα anything eaten with neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσόπλουτον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «προσόψημα τὸ σκώληκα ποιῆσαν» …   Dictionary of Greek

  • προσέψημα — ήματος, τὸ, Α [προσέψω] προσόψημα* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»