-
1 προσωποληψία
προσωποληψίᾱ, προσωποληψίαrespect of persons: fem nom /voc /acc dualπροσωποληψίᾱ, προσωποληψίαrespect of persons: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————προσωποληψίαι, προσωποληψίαrespect of persons: fem nom /voc plπροσωποληψίᾱͅ, προσωποληψίαrespect of persons: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 προσωποληψίᾳ
Βλ. λ. προσωποληψία -
3 προσωποληψία
προσωπο-ληψία, ἡ,A respect of persons, Ep.Rom.2.11, Ep.Col.3.25, Ep.Jac.2.1 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσωποληψία
-
4 προσωποληψίας
προσωποληψίᾱς, προσωποληψίαrespect of persons: fem acc plπροσωποληψίᾱς, προσωποληψίαrespect of persons: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 προσωποληψίαι
προσωποληψίαrespect of persons: fem nom /voc plπροσωποληψίᾱͅ, προσωποληψίαrespect of persons: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 προσωποληψίαν
προσωποληψίᾱν, προσωποληψίαrespect of persons: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 προσωποληψίαις
προσωποληψίαrespect of persons: fem dat pl
См. также в других словарях:
προσωποληψία — προσωποληψίᾱ , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc/acc dual προσωποληψίᾱ , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψίᾳ — προσωποληψίαι , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc pl προσωποληψίᾱͅ , προσωποληψία respect of persons fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψία — η, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] χαριστική διάθεση απέναντι σε κάποιον, μεροληψία … Dictionary of Greek
προσωποληψία — η μεροληψία, προνομιακή μεταχείριση προσώπου σε βάρος άλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσωποληψίας — προσωποληψίᾱς , προσωποληψία respect of persons fem acc pl προσωποληψίᾱς , προσωποληψία respect of persons fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψίαι — προσωποληψία respect of persons fem nom/voc pl προσωποληψίᾱͅ , προσωποληψία respect of persons fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψίαν — προσωποληψίᾱν , προσωποληψία respect of persons fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψίαις — προσωποληψία respect of persons fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
ԱԿՆԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0026 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c գ. προσωποληψία personarum acceptio Աչառանք. աչառութիւն. երեսպաշտութիւն. ... *Եթէ առից ինչ ʼի ձէնջ ակնառութեամբ: Ո՛չ է ակնառութիւն առաջի Աստուծոյ: Ակնառութիւն ոչ գոյ առաջի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՉԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0266 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. προσωποληψία personae acceptio, velrespectus որ եւ ԱՉԱՌԱՆՔ. Ակնառութիւն. մարդահաճութիւն. երեսպաշտութիւն .... եւ Ակնածութիւն. պատկառանք. ... *Մի՛ աչառութեամբ (կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)