Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσωποληψίᾳ

См. также в других словарях:

  • προσωποληψία — προσωποληψίᾱ , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc/acc dual προσωποληψίᾱ , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωποληψίᾳ — προσωποληψίαι , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc pl προσωποληψίᾱͅ , προσωποληψία respect of persons fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωποληψία — η, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] χαριστική διάθεση απέναντι σε κάποιον, μεροληψία …   Dictionary of Greek

  • προσωποληψία — η μεροληψία, προνομιακή μεταχείριση προσώπου σε βάρος άλλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσωποληψίας — προσωποληψίᾱς , προσωποληψία respect of persons fem acc pl προσωποληψίᾱς , προσωποληψία respect of persons fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωποληψίαι — προσωποληψία respect of persons fem nom/voc pl προσωποληψίᾱͅ , προσωποληψία respect of persons fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωποληψίαν — προσωποληψίᾱν , προσωποληψία respect of persons fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωποληψίαις — προσωποληψία respect of persons fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • ԱԿՆԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0026 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c գ. προσωποληψία personarum acceptio Աչառանք. աչառութիւն. երեսպաշտութիւն. ... *Եթէ առից ինչ ʼի ձէնջ ակնառութեամբ: Ո՛չ է ակնառութիւն առաջի Աստուծոյ: Ակնառութիւն ոչ գոյ առաջի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՉԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0266 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. προσωποληψία personae acceptio, velrespectus որ եւ ԱՉԱՌԱՆՔ. Ակնառութիւն. մարդահաճութիւն. երեսպաշտութիւն .... եւ Ակնածութիւն. պատկառանք. ... *Մի՛ աչառութեամբ (կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»