-
1 персональный
προσωπικός, ονομαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > персональный
-
2 индивидуальный
-
3 личный
личный προσωπικός· ατομικός (персональный)' \личныйое мнение η προσωπική γνώμη* * *προσωπικός; ατομικός ( персональный)ли́чное мне́ние — η προσωπική γνώμη
-
4 частный
частный ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός (индивидуальный)· \частныйая собственность η ατομική ιδιοκτησία; \частныйая торговля το ιδιωτικό εμπόριο* * *ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός ( индивидуальный)ча́стная со́бственность — η ατομική ιδιοκτησία
ча́стная торго́вля — ιδιωτικό εμπόριο
-
5 лицевой
лицев||ойприл1. (наружный) μπροστινός:\лицевойа́я сторона ἡ καλή (όψη) τοῦ ὑφάσματος (материи)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·2. анат. προσωπικός, τοῦ προσώπου· ◊ \лицевой счет бухг. ὁ προσωπικός λογαριασμός. -
6 лицевой
επ.προσωπικός, του προσώπου•лицевой нерв το νεύρο του προσώπου•
-ые мышцы μυώνες προσώπου.
|| μπροστινός, εμπρόσθιος, εξωτερικός, της πρόσοψης•-ая сторона материи η όρθα του υφάσματος, καλή μεριά•
-ая сторона дома η πρόσοψη του σπιτιού•
-ая сторона рукописи η μπροστινή σελίδα χειρογράφου.
|| μτφ. φαινομενικός, εξωτερικός.εκφρ.лицевой счёт – προσωπικός λογαριασμός. -
7 личный
επ.1. ατομικός, προσωπικός•-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•
-ая охрана η προσωπική φρουρά•
-ое мнение προσωπική γνώμη•
-ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•
предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•
-ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•
это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•
-ое оскорбление προσωπική προσβολή•
-ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.
ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.2. (γραμμ.) προσωπικός•-ое местоимение προσωπική αντωνυμία.
εκφρ.личный почётный гражданин – παλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•- дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•- ое дело – ατομικός φάκελλος•личный состав – το προοωπιν.ό. -
8 вычислительная машина
ο υπολογιστήςэлектронная - (ЭВМ) ηλεκτρονικός - (Η/Υ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вычислительная машина
-
9 индивидуальный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индивидуальный
-
10 частный
1. (представляющий отдельную часть от чего-л. целого) μερικός, τμηματικός 2. (изолированный, нехарактерный, случайный) μεμονωμένος, ειδικός 3. (личный) προσωπικός, ιδιωτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > частный
-
11 личный
личн||ыйприл в разн. знач. προσωπικός, ἀτομικός:предметы \личныйого потребления πράγματα ἀτομικής (προσωπικής) χρήσεως· \личныйый состав τό προσωπικό[ν]· \личныйые контакты ὁΐ προσωπικές ἐπαφές· \личныйое местоимение гран., ἡ προσωπική ἀντωνυμία. -
12 персональный
персонал||ьныйприл προσωπικός, ἀτομικός:\персональныйьная пенсия ἡ προσωπική σύνταξη. -
13 собственный
собственн||ыйприл в разн. знач. ἰδιος, ούτος, προσωπικός:по \собственныйому желанию αὐτοβούλως, οἰκειοθελώς, ἐθελοντικά· я видел его́ \собственныйыми глазами τόν είδα μέ τά ἰδια μου τά μάτια· в \собственныйые ру́ки στον ἰδιο, στά χέρια του (μου, σου)· \собственныйой руко́й ἰδιοχείρως· \собственныйой персоной ὁ ἰδιος, αὐτοπροσώπως· в \собственныйом смысле στήν κυριολεξία, μέ τήν κυρία σημασία· и́мя \собственныйое грам. τό κύριον ὅνομα. -
14 частный
ча́стн||ый1. прил ἰδιωτικός, προσωπικός, ἀτομικός:\частныйая жизнь ἡ ἰδιωτική ζωή, ὁ ἰδιωτικός βίος· \частныйое лицо́ ὁ ἰδιώτης· \частныйая переписка ἡ προσωπική ἀλλη-λογραφία· \частныйое дело ἡ ἰδιωτική (или ἀτομική) ὑπόθεση· \частныйые уроки τά ἰδιαίτερα μαθήματα· \частный капитал τό ἰδιωτικό κεφάλαιο· \частныйая собственность ἡ ἀτομική ἰδιοχτησία· \частныйая торговля τό ἰδιωτικό ἐμπόριο·2. прил (отдельный, особый) ἰδιαίτερος, είδικός, μερικός:\частный слу́чай ἡ μεμονωμένη περίπτωσή3. \частныйое с τό με-ρικό[ν]:переход от \частныйого к общему ἡ ἐπαγωγή ἀπό τό μερικό εἰς τό γενικό. -
15 личный
[λίτσνυΐ] επ. προσωπικός -
16 собственный
[σόπστβιννυϊ] *εκ. προσωπικός -
17 личный
[λίτσνυϊ] επ προσωπικός -
18 собственный
[σόπστβιννυϊ] *εκ. προσωπικός -
19 ближайший
υπερθ. βαθμός του επ. близкий.1. πλησιέστατος, εγγύτατος, ο πλησιέστερος•-ая почта το τιλησιέστερο ταχυδρομείο•
-ие родственники οι πλησιέστεροι συγγενείς•
в -ем будущем στο πιο σύντομο (κοντινό) μέλλον•
в -ие дни στις προσεχείς μέρες.
|| άμεσος•-ие задачи τα άμεσα καθήκοντα.
2. ο αμέσως επόμενος, ο άμεσος•ближайший начальник ό άμεσος προϊστάμενος.
|| προσωπικός, άμεσος, χωρίς μεσολάβηση άλλου•при -щем участии με άμεση συμμετοχή•
при -щем рассмотрении ύστερα από προσωπική εξέταση.
-
20 личной
επ.1. του προσώπου•-ое мыло σαπούνι για το πρόσωπο•
-ое полотенце πετσέτα προσώπου (προσόψιο)•
-ая помада πομάδα προσώπου•
личной крем κρέμα προσώπου.
2. (ανατ.) προσωπικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προσωπικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο πρόσωπο: Προσωπική παράλυση. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άτομο, ο ατομικός: Προσωπικό ζήτημα. – Προσωπικό συμφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσωπικός — πρόσ ὀπίζω extract juice from perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσονάλιος — ὁ, Μ προσωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. personalis, is, e «προσωπικός» (< persona)] … Dictionary of Greek
Alexandros Papadiamandis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten Prosa Sch … Deutsch Wikipedia
Alexandros Papadiamantis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten … Deutsch Wikipedia
Papadiamantis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten Prosa Sch … Deutsch Wikipedia
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
αντίναυλον — ἀντίναυλον, το (Μ) προσωπικός, «κεφαλικός» φόρος που είχε επιβληθεί στους ναύτες από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Άγγελο … Dictionary of Greek