Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προσωπικός

См. также в других словарях:

  • προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • προσωπικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο πρόσωπο: Προσωπική παράλυση. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άτομο, ο ατομικός: Προσωπικό ζήτημα. – Προσωπικό συμφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσωπικός — πρόσ ὀπίζω extract juice from perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περσονάλιος — ὁ, Μ προσωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. personalis, is, e «προσωπικός» (< persona)] …   Dictionary of Greek

  • Alexandros Papadiamandis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten Prosa Sch …   Deutsch Wikipedia

  • Alexandros Papadiamantis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten …   Deutsch Wikipedia

  • Papadiamantis — Alexandros Papadiamantis, 1906 Alexandros Papadiamantis (griechisch Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; * 4. März 1851 auf Skiathos, Griechenland; † 2. Januar 1911 ebd.) war einer der bedeutendsten Prosa Sch …   Deutsch Wikipedia

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αντίναυλον — ἀντίναυλον, το (Μ) προσωπικός, «κεφαλικός» φόρος που είχε επιβληθεί στους ναύτες από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Άγγελο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»