-
1 προσχόλιον
προσχόλιον, τό,A ante-room of a school, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσχόλιον
См. также в других словарях:
προσχόλιον — τὸ, Α προθάλαμος σχολείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σχολή + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek