-
1 προσχηματισμος
ὅ (= παραγωγή См. παραγωγη) грам. слоговое удлинение (напр. в τουτονί) -
2 προσχηματισμός
προσχηματισμόςoutward show: masc nom sg -
3 προσχηματισμός
προσχημᾰτ-ισμός, ὁ,A outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσχηματισμός
-
4 προσχηματισμός
προ-σχηματισμός, ὁ, Verlängerung durch eine Silbe -
5 προσχηματισμόν
προσχηματισμόςoutward show: masc acc sg
См. также в других словарях:
προσχηματισμός — outward show masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσχηματισμός — ο, ΝΑ [προσχηματίζω] γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή τής κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα τα β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω δά, ὅ δε, οὑτοσ ί νεοελλ. 1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός 2.… … Dictionary of Greek
προσχηματισμόν — προσχηματισμός outward show masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σε — Α επιρρηματικός προσχηματισμός που δηλώνει κίνηση σε τόπο (πρβλ. ἄνω: ἄνωσε, ἄλλος: ἄλλοσε) … Dictionary of Greek
προσσχηματισμός — ο, ΝΑ (ορθ. γρφ.) γραμμ. βλ. προσχηματισμός … Dictionary of Greek