Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσχηματισμός

См. также в других словарях:

  • προσχηματισμός — outward show masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχηματισμός — ο, ΝΑ [προσχηματίζω] γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή τής κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα τα β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω δά, ὅ δε, οὑτοσ ί νεοελλ. 1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσχηματισμόν — προσχηματισμός outward show masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σε — Α επιρρηματικός προσχηματισμός που δηλώνει κίνηση σε τόπο (πρβλ. ἄνω: ἄνωσε, ἄλλος: ἄλλοσε) …   Dictionary of Greek

  • προσσχηματισμός — ο, ΝΑ (ορθ. γρφ.) γραμμ. βλ. προσχηματισμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»