-
1 προσχηματίζω
μετ. заранее составлять;προσχηματίζω κακήν γνώμην γιά κάποιον — заранее составлять плохое мнение о ком-л.;
προσχηματίζομαι — выдвигать в качестве предлога (что-л.), оправдываться (чём-л.)
См. также в других словарях:
προσχηματίζω — ΝΜΑ νεοελλ. σχηματίζω εκ τών προτέρων νεοελλ. μσν. μέσ. προσχηματίζομαι μεταχειρίζομαι ως πρόσχημα, προφασίζομαι αρχ. παθ. (για αιμορροΐδες) προεξέχω, βγαίνω έξω … Dictionary of Greek
προσχηματισμός — ο, ΝΑ [προσχηματίζω] γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή τής κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα τα β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω δά, ὅ δε, οὑτοσ ί νεοελλ. 1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός 2.… … Dictionary of Greek
προσχηματιστικός — ή, ό, Ν [προσχηματίζω] 1. ο σχετικός με τον προσχηματισμό 2. φρ. «προσχηματιστική μεμβράνη βιολ. βασική μεμβράνη η οποία κατά τη διάρκεια τού εμβρυϊκού σχηματισμού τών δοντιών διαχωρίζει το όργανο τής αδαμαντίνης και τις οδοντοβλαστικές… … Dictionary of Greek